Ως τρόφιμα χαρακτηρίζονται οι ουσίες ή τα σύνολα των ουσιών, φυσικών ή
συνθετικών ή τεχνητών, τα οποία τρώγονται από τους ζωντανούς
οργανισμούς και διαμέσου της πέψης παρέχουν στον οργανισμό τα
κατάλληλα συστατικά και την απαραίτητη ενέργεια για την διατήρηση της ζωής
και την ανάπτυξη του οργανισμού.
Η Χημεία Τροφίμων πραγματεύεται την φύση των τροφίμων και τις αρχές που
τα καθιστούν βρώσιμα. Ειδικότερα περιγράφει για την κάθε κατηγορία ή και
για το κάθε είδος τροφίμου χωριστά (π.χ. για τα έλαια ως κατηγορία ή για το
ελαιόλαδο ως είδος ελαίου) την προέλευση από τη φύση, την
κατηγοριοποίηση, τη σύσταση σε θρεπτικές ύλες και σε μικροσυστατικά,
αναφορικά τις μεθόδους προσδιορισμού των συστατικών, τις επεξεργασίες για
να καταστεί βρώσιμο (εάν δεν είναι ως πρωτογενές), τις βασικές φυσικές και
χημικές ιδιότητες και σταθερές, τις αλλοιώσεις, τα επιτρεπόμενα πρόσθετα και
υποκατάστατα, τους αγορανομικούς (νομοθετικούς) περιορισμούς για τη
διάθεση στην κατανάλωση και γενικά κάθε άλλη πληροφορία που συνδέεται
με την ποιότητα και την καταλληλόλητα του τροφίμου.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία της ΕΕ, τα προσυσκευασμένα τρόφιμα που
πωλούνται στην ΕΕ πρέπει να φέρουν ετικέτα που να ενημερώνει τους
καταναλωτές σχετικά με το ενεργειακό και διατροφικό περιεχόμενό τους.
Πρόκειται για τη λεγόμενη «διατροφική δήλωση» η οποία πρέπει να
εμφανίζεται απευθείας στη συσκευασία ή σε ετικέτα που τοποθετείται σε
αυτήν.
Η διατροφική δήλωση πρέπει να περιλαμβάνει τις εξής πληροφορίες:
Ένας συνήθης ορισμός της ενεργειακής αξίας των τροφίμων είναι η
ποσότητα της ενέργειας που απελευθερώνεται από την καύση των τριών
κύριων διατροφικών ομάδων (υδατάνθρακες, λιπαρά & πρωτεΐνες) στον
ανθρώπινο οργανισμό.
Η ενεργειακή αξία υπολογίζεται με τη χρήση των συντελεστών
μετατροπής και εκφράζεται σε kilojoules (kJ) και χιλιοθερμίδες (kcal) ανά
100 g ή ανά 100 ml.
Τα λιπαρά αποτελούν κατηγορία μακροθρεπτικών συστατικών με μεγάλη
ενεργειακή αξία (9 kcal/g). Τα λιπαρά προσφέρουν περισσότερες από τις
διπλάσιες θερμίδες που περιέχονται σε ισοδύναμη ποσότητα
υδατανθράκων ή πρωτεΐνης (4 kcal/g έκαστη). Λόγω της υψηλής
περιεκτικότητάς του σε θερμίδες, η κατανάλωση πολλών λιπαρών
διευκολύνει την κάλυψη των συνολικών αναγκών σε θερμίδες. Τα λιπαρά
χωρίζονται σε κορεσμένα και ακόρεστα, κορεσμένα είναι εκείνα που η
χημική τους ένωση δεν διαθέτει κανένα διπλό δεσμό μεταξύ των ατόμων
άνθρακα, ενώ ακόρεστα εκείνα των οποίων η χημική ένωση αποτελείται
από έναν (μονοακόρεστα), ή και περισσότερους (πολυακόρεστα) διπλούς
δεσμούς.
Υδατάνθρακες
Οι υδατάνθρακες είναι μακροθρεπτικά συστατικά που βρίσκεται σε
ορισμένα τρόφιμα και ποτά και αποτελούνται από άτομα άνθρακα (C),
υδρογόνου (Η) και οξυγόνου (Ο). Τα σάκχαρα, το άμυλο και οι φυτικές ίνες
είναι υδατάνθρακες. Οι λέξεις “συνολικοί υδατάνθρακες” στην ετικέτα
θρεπτικών συστατικών των τροφίμων αναφέρονται σε συνδυασμό και των
τριών τύπων. Το πεπτικό σύστημα διασπά τους υδατάνθρακες σε γλυκόζη
ή σάκχαρο στο αίμα. Η κυκλοφορία του αίματος απορροφά τη γλυκόζη και
τη χρησιμοποιεί ως ενέργεια για να τροφοδοτήσει το σώμα.
Πρωτεΐνες
Οι πρωτεΐνες χρησιμοποιούνται από τα κύτταρα μας για την οικοδόμηση,
την επισκευή και τη συντήρηση των μυών, των οργάνων και των αδένων
μας και την ενίσχυση του ανοσοποιητικού. Η κατασκευή πρωτεϊνών στο
σώμα μας περιλαμβάνει έναν πολύπλοκο συνδυασμό αλυσίδων
αμινοξέων.
Το σώμα μπορεί να παράγει 13 από τα απαιτούμενα αμινοξέα, τα οποία
θεωρούνται μη απαραίτητα αμινοξέα, αφού δεν χρειάζεται να τα πάρουμε
από τη διατροφή μας. Υπάρχουν 9 αμινοξέα που δεν μπορούμε να
παράγουμε που πρέπει να λαμβάνονται μέσω των τροφίμων που τρώμε
καθημερινά και αυτά θεωρούνται ως τα απαραίτητα αμινοξέα.
Συνειδητοποιώντας ότι πρέπει να έχουμε τουλάχιστον 20 αμινοξέα για τη
σύνθεση των πρωτεϊνών στο σώμα μας, χρησιμοποιούμε τρόφιμα για να
ασφαλίσουμε τις πρόσθετες πρωτεΐνες. Έτσι, η πρωτεΐνη που παρέχεται
από ένα τρόφιμο ταξινομείται είτε ως πλήρης είτε ατελής πρωτεΐνη.
Μια τροφή με πλήρη πρωτεΐνη παρέχει όλα τα απαραίτητα αμινοξέα που
είναι απαραίτητα για τον οργανισμό. Τα τρόφιμα που θεωρούνται ως
εκείνα με πλήρεις πρωτεΐνες περιλαμβάνουν το βόειο κρέας, το αρνί, το
χοιρινό, τα πουλερικά, το τυρί, τα αυγά, τα ψάρια και το γάλα.
Τα τρόφιμα που δεν παρέχουν όλα τα απαραίτητα αμινοξέα περιέχουν
ατελή πρωτεΐνη (φυτικά τρόφιμα), που περιλαμβάνουν δημητριακά,
ξηρούς καρπούς, φρούτα και λαχανικά.
Ο συνδυασμός και των δύο ελλιπών πρωτεϊνικών τροφών με πλήρεις
πρωτεϊνικές τροφές θα επιτρέψει στο σώμα να λαμβάνει τα απαραίτητα
αμινοξέα που απαιτούνται καθημερινά.
Αλάτι
Το αλάτι είναι αποτελείται τα στοιχεία νάτριο και χλώριο (NaCl). Το αλάτι
προστίθεται συνήθως στα τρόφιμα για τη βελτίωση της γεύσης, αλλά
χρησιμοποιείται επίσης στη διατήρηση των τροφίμων. Το νάτριο στο αλάτι
είναι ένα βασικό μέταλλο για τον έλεγχο των επιπέδων νερού στο σώμα.
Απαιτείται επίσης για τη λειτουργία των νεύρων και των μυών. Ωστόσο,
πάρα πολύ αλάτι μπορεί να συμβάλει στην υψηλή αρτηριακή πίεση, η
οποία αποτελεί παράγοντα κινδύνου για καρδιακές παθήσεις.
Οι ακόλουθες θρεπτικές ουσίες μπορούν να αναγράφονται προαιρετικά στη
διατροφική δήλωση:
Το άμυλο χημικώς ανήκει στους πολυσακχαρίτες. Αποτελείται από δεκάδες
χιλιάδες μόρια γλυκόζης και αποτελεί σημαντικό συστατικό της ανθρώπινης
διατροφής. Είναι άοσμη, άγευστη λευκή ουσία που απαντάται ευρέως στον
φυτικό ιστό και λαμβάνεται κυρίως από δημητριακά και πατάτες.
Οι εδώδιμες ίνες είναι υδατανθρακικά πολυμερή με τρία ή περισσότερα
μονομερή, που δεν πέπτονται ούτε απορροφώνται από το λεπτό έντερο
του ανθρώπινου οργανισμού. Μελέτες έχουν δείξει πως οι εδώδιμες ίνες
συμβάλλουν στην καλή λειτουργία του πεπτικού συστήματος, στον έλεγχο
της χοληστερόλης, στην μείωση της αρτηριακής πίεσης και στη βελτίωση
των επιπέδων σακχάρου.
Οι βιταμίνες είναι οργανικές ουσίες που είναι απαραίτητες σε μικρές ποσότητες
για φυσιολογική υγεία και ανάπτυξη.
ΥΛΙΚΑ ΠΟΥ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΣΕ ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΤΡΟΦΙΜΑ
Σύμφωνα με το άρθρο 25 του Κώδικα Τροφίμων και Ποτών και το ISO 7086-
2:2000 οι ποσότητες μολύβδου και καδμίου που απελευθερώνονται από
κεραμικά ή γυάλινα αντικείμενα δεν πρέπει να υπερβαίνουν ανά κατηγορία
συγκεκριμένα όρια.
Η ARAL είναι διαπιστευμένο εργαστήριο από το 2012 στον προσδιορισμό της
απελευθέρωσης μολύβδου και καδμίου σε γυάλινα και κεραμικά αντικείμενα. Επιπλέον παρέχεται καθοδήγηση στον πελάτη σχετικά με την ορθή
συμπλήρωση της Δήλωσης συμμόρφωσης που συνοδεύει τα κεραμικά
αντικείμενα σύμφωνα με το Παράρτημα III της Οδηγίας 84/500/ΕΟΚ όπως
έχει τροποποιηθεί και ισχύει.
ΒΑΡΕΑ ΜΕΤΑΛΛΑ
Η επισιτιστική ασφάλεια αποτελεί ζήτημα υψηλής προτεραιότητας για βιώσιμη
παγκόσμια ανάπτυξη. Τις τελευταίες δεκαετίες, οι αρνητικές επιπτώσεις
επιμολυντών στην ποιότητα των καλλιεργειών έχουν απειλήσει τόσο την
ασφάλεια των τροφίμων όσο και την ανθρώπινη υγεία. Τα βαρέα μέταλλα
(π.χ. Hg, As, Pb, Cd και Cr) μπορούν να διαταράξουν τον μεταβολισμό του
ανθρώπου, με συνήθως έμμεσες αρνητικές επιπτώσεις.
Σύμφωνα με τον κανονισμό 1881/2006/ΕΕ έχουν θεσπίσει μέγιστα επιτρεπτά
όρια των συγκεντρώσεων των βαρέων μετάλλων σε διάφορα είδη τροφίμων.
Η ARAL εφαρμόζει διεθνής και αναγνωρισμένες μεθόδους προσδιορισμού
των βαρέων μετάλλων σε τρόφιμα.
ΑΦΛΑΤΟΞΙΝΕΣ
Οι αφλατοξίνες (aflatoxins) αποτελούν μια ομάδα τοξικών και καρκινογόνων
ουσιών που βρίσκονται στη φύση. Οι αφλατοξίνες παράγονται από μύκητες
(μούχλα), που αναπτύσσονται κυρίως σε ξηρά φρούτα, ξηρούς καρπούς
(ιδιαίτερα στα αράπικα φιστίκια και αμύγδαλα), μπαχαρικά, σιτηρά και σε
τυριά, όταν υπάρχουν κατάλληλες συνθήκες υγρασίας και θερμοκρασίας.
Επίσης μπορεί να εμφανιστούν στο γάλα ζώων που έχουν τραφεί με
ζωοτροφές (καλαμπόκι κλπ.), στα οποία είχαν αναπτυχθεί μύκητες
(ευρωτίαση, μούχλα).
Σύμφωνα με τον κανονισμό 1881/2006/ΕΕ έχουν θεσπίσει μέγιστα επιτρεπτά
όρια των συγκεντρώσεων των αφλατοξινών σε διάφορα είδη τροφίμων.
ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ
Είναι αποδεκτό ότι την μεγαλύτερη ποσότητα μικροοργανισμών την
δεχόμαστε μέσω της κατανάλωσης των τροφίμων. Οι μικροοργανισμοί μπορεί
απλώς να μεταφέρονται μέσω των τροφίμων, αλλά στις περισσότερες
περιπτώσεις χρησιμοποιούν το τρόφιμο ως υπόστρωμα και
πολλαπλασιάζονται χρησιμοποιώντας τις μεταβολικές τους δυνατότητες, ως
αποικοδομητές. Η αύξηση των μικροοργανισμών στα τρόφιμα συνήθως
επιφέρει αλλαγές στην σύσταση των τροφίμων λόγω της κατανάλωσης των
συστατικών τους αλλά και της παραγωγής των μικροβιακών μεταβλητών με
επακόλουθο να μεταβάλλονται οι οργανοληπτικές τους ιδιότητες, να
εμφανίζονται αλλοιώσεις και να υποβαθμίζεται η ποιότητά τους. Εάν μάλιστα
κάποιοι από τους μικροοργανισμούς που αυξάνονται είναι παθογόνοι ή
εκκρίνουν τοξικές ενώσεις τότε τα τρόφιμα παύουν να είναι ασφαλή.
Επίσης εάν η φύση του τροφίμου το καθιστά ευπαθές για την ανάπτυξη των
μικροοργανισμών, εάν υπόκειται ή όχι σε κάποια επεξεργασία που να
περιορίζει την μικροχλωρίδα του και ακόμη εάν η όλη επεξεργασία,
αποθήκευση, μεταφορά του μπορεί να προκαλέσει επιμολύνσεις.
Για τον έλεγχο του τροφίμου γίνονται συνεχείς μικροβιολογικές αναλύσεις σε
διάφορα στάδια της παραγωγής του τελικού προϊόντος. Υπάρχουν
μικροβιολογικά κριτήρια για τη σωστή εκτίμηση των μικροβιολογικών
αναλύσεων. Με την χρήση των μικροβιολογικών κριτηρίων μπορεί να ελεγχθεί
τόσο η τελική ποιότητα/ασφάλεια ενός τροφίμου, όσο και η διαδικασία που
ακολουθείται (εάν γίνεται χρήση ορθών βιομηχανικών πρακτικών, εάν είναι
αποτελεσματική η μέθοδος απομάκρυνσης των μικροοργανισμών που
ακολουθείται κλπ). Τα μικροβιολογικά κριτήρια θέτουν όρια τιμών, με τα οποία
πρέπει να συμμορφώνονται οι μετρήσεις των μικροβιολογικών παραμέτρων
των τροφίμων. Διαφορετικά μικροβιολογικά κριτήρια θεσπίζονται σε κάθε
στάδιο παραγωγής ανά κατηγορία τροφίμου προκειμένου να διασφαλίζεται ότι
τα τρόφιμα είναι ασφαλή, ποιοτικά κατάλληλα και θα παραμείνουν έτσι μέχρι
το τέλος της διάρκειας ζωής τους.
Το δείγμα προς εξέταση πρέπει να είναι αντιπροσωπευτικό, δηλαδή να
διατηρούνται τα χαρακτηριστικά της παρτίδας από όπου έχει ληφθεί. Με την
έννοια παρτίδα εννοούμε μια ομάδα ή ένα σύνολο προσδιορίσιμων
προϊόντων τα οποία λαμβάνονται από μια δεδομένη διαδικασία κάτω από
πρακτικά ίδιες συνθήκες και παράγονται σε δεδομένο τόπο εντός
καθορισμένης περιόδου παραγωγής. Η επιλογή του δείγματος από μία
παρτίδα πρέπει να γίνεται τυχαία και η ποσότητα να είναι επαρκής για τις
αιτούμενες αναλύσεις. Σε περίπτωση που οι αιτούμενες αναλύσεις είναι
χημικές και μικροβιολογικές προτιμάται η αποστολή διαφορετικών
συσκευασιών για τον κάθε τομέα. Η μεταφορά των δειγμάτων πρέπει να
γίνεται υπό ψύξη σε τρόφιμα που αλλοιώνονται εύκολα (π.χ. κρέας) και σε
θερμοκρασία περιβάλλοντος όταν είναι σταθερά (π.χ. δημητριακά).
Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με το εργαστήριο μας.